- εκτακτοσυστολή
- Διαδεδομένη μορφή αρρυθμίας που χαρακτηρίζεται από έκτακτες συστολές της καρδιάς, οι οποίες προκαλούνται από αύξηση της διεγερσιμότητας του μυοκαρδίου σε περιοχές εκτός από αυτές που φυσιολογικά διεγείρονται ηλεκτρικά κατά τον καρδιακό παλμό. Οι αιτίες που προκαλούν την ε. είναι οργανικές παθήσεις της καρδιάς, του πεπτικού συστήματος, του γεννητικού και του ενδοκρινικού συστήματος και η υπέρταση. Τα συμπτώματα είναι παροδικά αλλά πολύ ενοχλητικά, και παρατηρούνται συνήθως σε άτομα νευρικά και ευσυγκίνητα. Ε. μπορεί να παρατηρηθεί και σε εντελώς φυσιολογικά άτομα. Οι ε. συνήθως γίνονται αισθητές με σύντομα σφιξίματα στο προκάρδιο ή και με την αίσθηση ότι η καρδιά σταμάτησε. Η ε. διακρίνεται σε κολπική ή κοιλιακή και εμφανίζεται άτακτα ή με ορισμένο ρυθμό. Η προκάρδια ε. μπορεί να δημιουργηθεί σε περίπτωση βλάβης του μυοκαρδίου. Η κολπική εμφανίζει πλήρη αρρυθμία και η κοιλιακή είναι συνέπεια βλαβών του μυοκαρδίου, νευροψυχικών διαταραχών κλπ. Για τη διάγνωσή της χρησιμοποιείται το ηλεκτροκαρδιογράφημα, που φανερώνει τη φύση και την προέλευση της ε.
* * *ηιατρ. η μη φυσική και πρόωρη συστολή κάποιας καρδιακής κοιλότητας η οποία προκαλεί στιγμιαία διακοπή.
Dictionary of Greek. 2013.